τερμιόεις

τερμιόεις
τερμιόεις, εσσα, εν (τέρμις = πούς): reaching to the feet; according to others, fringed, tasselled; χιτών, ἀσπίς, τ 2, Il. 16.803.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τερμιόεις — fringed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερμιόεις — εσσα, εν, Α 1. αυτός που φθάνει μέχρι τα τέρματα, ώς τα ακρότατα σημεία (α. «ἀσπις τερμιόεσσα» ασπίδα που καλύπτει όλο το σώμα, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, Ομ. Ιλ. β. «χιτὼν τερμιόεις» χιτώνας που σκεπάζει όλο το σώμα, Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.)… …   Dictionary of Greek

  • τερμιόεν — τερμιόεις fringed masc voc sg τερμιόεις fringed neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερμιόεντα — τερμιόεις fringed neut nom/voc/acc pl τερμιόεις fringed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερμιόεσσα — τερμιόεις fringed fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερμιόεσσαν — τερμιόεις fringed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρμις — Α (κατά τον Ησύχ.) «πούς». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τερμιόεις] …   Dictionary of Greek

  • τερσανόεσσα — ἡ, Α (πιθ. αν.) χαρακτηρισμός ασπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε τερμιόεσσα (βλ. λ. τερμιόεις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”